- μουσομανία
- μουσο-μᾰνία, ἡ,A devotion to the Muses, Plu.2.706c (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσομανία — μουσομανίᾱ , μουσομανία devotion to the Muses fem nom/voc/acc dual μουσομανίᾱ , μουσομανία devotion to the Muses fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσομανία — μουσομανία, ἡ (Μ) [μουσομανής] μεγάλη αφοσίωση στην ποίηση και στη μουσική … Dictionary of Greek
μουσομανίαις — μουσομανία devotion to the Muses fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)